σεκλέτι

σεκλέτι
το разг тревога, волнение; печаль, грусть, тоска

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σεκλέτι" в других словарях:

  • σεκλέτι — σεκλέτι, το και σικλέτι, το ιού (λ. τουρκ.), στενοχώρια, λύπη: Τον έχει φάει το σεκλέτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεκλέτι — και σικλέτι, το, Ν στενοχώρια, βάσανο, μαράζι, ιδίως από έρωτα («τόν έφαγε το σεκλέτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siklet «βάρος»] …   Dictionary of Greek

  • αμεράκλωτος — η, ο [μερακλώνω] 1. αυτός που δεν έχει ερωτική βαρυθυμία, ντέρτι, σεκλέτι 2. αυτός που δεν μερακλώθηκε, δεν απόκτησε κέφι, ευθυμία, διάθεση …   Dictionary of Greek

  • σεκλέτισμα — το, Ν [σεκλετίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σεκλετίζω, το σεκλέτι …   Dictionary of Greek

  • σικλέτι — το, Ν βλ. σεκλέτι …   Dictionary of Greek

  • siclet — SICLÉT s. v. necaz, neplăcere, supărare. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  siclét, sicléturi, s.n. 1. (înv. şi pop.) cauză de nelinişte, motiv. 2. (înv.) supărare, necaz. 3. (înv.) lipsă, sărăcie. 4. (reg.; în forma …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»